ολιαρχία

ολιαρχία
ὀλιαρχία, ἡ (Α)
βλ. ολιγαρχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”